- καταυλίζομαι
- καταυλίστηκα, καταυλισμένος, καταλύω, στρατοπεδεύω κάπου προσωρινά: Η τρίτη μεραρχία καταυλίστηκε στην πεδιάδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταυλίζομαι — (Α καταυλίζομαι) (για στρατό ή άλλη ομάδα ανθρώπων στο ύπαιθρο) 1. σταθμεύω, καταλύω πρόχειρα, στρατοπεδεύω προσωρινά 2. είμαι κάτω από πρόχειρη στέγη, κατοικώ σε σκηνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αὐλίζομαι «στρατοπεδεύω, διανυκτερεύω»] … Dictionary of Greek
κατηυλίσθην — καταυλίζομαι to be under shelter of a hall plup ind mp 3rd dual καταυλίζομαι to be under shelter of a hall plup ind mp 3rd dual καταυλίζομαι to be under shelter of a hall aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) καταυλίζομαι to be under shelter of … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταυλίσθητε — καταυλίζομαι to be under shelter of a hall aor ind pass 2nd pl (doric) καταυλίζομαι to be under shelter of a hall aor ind mp 2nd pl (homeric ionic) καταυλίζομαι to be under shelter of a hall aor ind pass 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταυλιζομένου — καταυλίζομαι to be under shelter of a hall pres part mp masc/neut gen sg καταυλίζομαι to be under shelter of a hall pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταυλιζόμενοι — καταυλίζομαι to be under shelter of a hall pres part mp masc nom/voc pl καταυλίζομαι to be under shelter of a hall pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταυλισαμένης — καταυλίζομαι to be under shelter of a hall aor part mp fem gen sg (attic epic ionic) καταυλίζομαι to be under shelter of a hall aor part mid fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταυλισαμένους — καταυλίζομαι to be under shelter of a hall aor part mp masc acc pl καταυλίζομαι to be under shelter of a hall aor part mid masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταυλισθείς — καταυλίζομαι to be under shelter of a hall aor part mp masc nom/voc sg καταυλίζομαι to be under shelter of a hall aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταυλισθῇ — καταυλίζομαι to be under shelter of a hall aor subj mp 3rd sg καταυλίζομαι to be under shelter of a hall aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταυλισθέν — καταυλίζομαι to be under shelter of a hall aor part mp neut nom/voc/acc sg καταυλίζομαι to be under shelter of a hall aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)